-
1 παράλληλα
παράλληλοςbeside one another: neut nom /voc /acc pl -
2 параллельно
παράλληλα, παραλλήλως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллельно
-
3 вместе
вместе μαζί, αντάμα выйдем \вместе βγαίνουμε μαζί \вместе со мной μαζί μου ◇ \вместе с тем ταυτόχρονα, συνάμα, παράλληλα* * *μαζί, αντάμαвы́йдем вме́сте — βγαίνουμε μαζί
вме́сте со мной — μαζί μου
••вме́сте с тем — ταυτόχρονα, συνάμα, παράλληλα
-
4 наряду
наряду: \наряду с... παράλληλα με... (вместе)· αλλά (однако)* * * -
5 наряду
наряду́нареч παράλληλα, παραλλήλως, δίπλα:\наряду с этим παράλληλα ὀμως, ἐκτός ἀπ' αὐτό. -
6 включать
1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνωσυμπεριλαμβάνω7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > включать
-
7 включённый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > включённый
-
8 волокно
η ίν/α- а балки мех. - ες δοκούверхнее - мех. άνω -полиакрилонит-риловое - см. акриловое -полиамидное - πολυαμιδική -, разг. το νάιλονпоперечное - мех. εγκάρσια -природное - см. натуральное -сжатое - мех. βραχυνόμενη - (λόγω έκθλιψης)стеклянное - см. стекловолокноРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волокно
-
9 дублировать
1. (напр. работу) επαναλαμβάνω 2. (однократно резервировать) λειτουργώ παράλληλα/εφεδρικά 3. (фильм) μεταγλωττίζω, ντουμπλάρω (ξεν.) 4. мор. τοποθετώ επίθεμα στο κατάστρωμα 5. театр. αντικα-θιστώ/ντουμπλάρω τον πρωταγωνιστή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублировать
-
10 закладка
1. (здания) η θεμελίωση, το θε-μέλιωμα 2. (выра-ботанного пространства) η γέμιση, η πλήρωση 3. (в книге, дневнике и т.п.) о σελιδοδείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладка
-
11 запараллеливать
1. (соединять параллельно) συνδέω παράλληλα 2. (использовать в параллельной работе) χρησιμοποιώ σε παράλληλη λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запараллеливать
-
12 ножницы
1. (маш., мет.) η ψαλίδαο κόπτηςсадовые - το κλαδευτήρι, η κλαδευτήρα2. (бытовые) το ψαλίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ножницы
-
13 вместе
вместенареч μαζί, ἀντάμα, ὀμοϋ/ ἀπό κοινού (сообща)! συνάμα, ταυτόχρονα (одновременно):\вместе с кем-л. μαζί μέ, ἀντάμα μέ κάποιον ◊ \вместе с тем παράλληλα, ταυτόχρονα, συνάμα· все \вместе взятое ὅλα αὐτά. -
14 параллельно
параллель||нонареч παράλληλα, παραλλήλως. -
15 попутно
попу́тн||онареч ἐν παρόδω, παρέργως, ταυτοχρόνως (в то же время)! παράλληλα, παραλλήλως (параллельно). -
16 совместитель
совместительм ὁ ἐργαζόμενος παράλληλα σέ διάφορες ὑπηρεσίες. -
17 parallel
['pærəlel] 1. adjective1) ((of straight lines) going in the same direction and always staying the same distance apart: The road is parallel to/with the river.) παράλληλος2) (alike (in some way): There are parallel passages in the two books.) παράλληλος2. adverb(in the same direction but always about the same distance away: We sailed parallel to the coast for several days.) παράλληλα3. noun1) (a line parallel to another: Draw a parallel to this line.) παράλληλη γραμμή2) (a likeness or state of being alike: Is there a parallel between the British Empire and the Roman Empire?) αναλογία3) (a line drawn from east to west across a map etc at a fixed distance from the equator: The border between Canada and the United States follows the forty-ninth parallel.) γεωγραφικός παράλληλος4. verb(to be equal to: His stupidity can't be paralleled.) είμαι όμοιος με/συγκρίνω,παραβάλλω -
18 няряду
[ναριντού] εκίρ. παράλληλα -
19 совместитель
[σαβμιστίτιλ'] ουσ. α. εργαζόμενος παράλληλα σε διάφορες υπηρεσίες -
20 tandem queues
French\ \ queues en tandemGerman\ \ TandemwarteschlangenDutch\ \ tandem-wachtrijenItalian\ \ code d'attesa in tandemSpanish\ \ filas de espera en tándemCatalan\ \ cues en sèriePortuguese\ \ filas de espera em tandemRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ ουρές παράλληλαFinnish\ \ tandemjonotHungarian\ \ páros sorbanállásTurkish\ \ art arda dizili (tandem) kuyruklarEstonian\ \ tandemjärjekorradLithuanian\ \ lygiagrečios eilėsSlovenian\ \ -Polish\ \ obsługa tandemowaUkrainian\ \ черга з почерговим обслуговуваннямSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طوابير متتاليةAfrikaans\ \ tandemtoueChinese\ \ 纵 向 排 队Korean\ \ 직렬대기행력
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράλληλα — παράλληλος beside one another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek